- πλευρεκτομή
- και πλευρεκτομία, η, Νιατρ. η αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρης πλευράς, σε θωρακοπλαστική, σε εγχειρήσεις τών επινεφριδίων κ.ά. χειρουργικές επεμβάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλευρεκτομία — η, Ν βλ. πλευρεκτομή … Dictionary of Greek
υποπεριοστικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που συντελείται ή εκτελείται κάτω από το περιόστεο (α. «υποπεριοστικό αιμάτωμα» β. «υποπεριοστικό κάταγμα» γ. «υποπεριοστική πλευρεκτομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + περιόστεο + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek